-
1 подстанция
ο υποσταθμόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > подстанция
-
2 междугородный
междугородный υπεραστικός· \междугородныйая телефонная станция о υπεραστικός τηλεφωνικός σταθμός* * *междугоро́дная телефо́нная ста́нция — ο υπεραστικός τηλεφωνικός σταθμός
-
3 станция
ο σταθμόςатомная - ατομικός -, πυρηνικός -бензозаправочная - ανεφοδιασμού με βενζίνη, το πρατήριο βενζίνηςводоочистная - καθαρισμού/επεξεργασίας νερούгидроакустическая - υδροακουστικός -, το υδρόφωνοкомпрессорная - συμπίεσης/κο-μπρεσέρконечная - τελικός -, το τέρμαпассажирская - επι-βατηγός/επιβατικός -приёмная рад. - ραδιολήψηςсортировочная ж.-д. - διαλογήςшумопеленгаторная - ηχοεντοπιστικός -, η ηχοεντοπιστική συσκευήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > станция
-
4 АТС
(автоматическая телефонная станция) о αυτόματος τηλεφωνικός σταθμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > АТС
-
5 будка
ο θαλαμίσκος, η σκοπιά, το παράπηγμαсуфлёрская - театр. το υποβολείοсъемочная кфт. - λήψηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > будка
-
6 книга
το βιβλίοповаренная - μαγειρικής, разг. ο τσελεμεντέςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > книга
-
7 автоматический
автомат||и́ческийприл1. αὐτόματος:\автоматическийи́ческая телефонная станция (АТС) ὁ αὐτόματος τηλεφωνικός σταθμός; \автоматическийи́ческое ору́жие τά αὐτόματα ὀπλα;2. перен (непроизвольный) αὐτοματικός, αὐτόματος:\автоматическийи́ческое движение ἡ αὐτοματική κίνηση. -
8 АТС
АТС(автоматическая телефонная станция) ὁ αὐτόματος τηλεφωνικός σταθμός. -
9 будка
будкаж τό σπιτάκι, τό παράπηγμα, ὁ ὁΐκίσκϋς:железнодорожная \будка τό σπιτάκι τοῦ φύλακα σιδηροδρομικής γραμμής; караульная \будка ἡ σκοπιά, τό φυλάκιον' суфлерская \будка τό ὑποβολεῖο (θεάτρου); телефонная \будка ὁ τηλεφωνικός θάλαμος. -
10 книга
кни́г||аж τό βιβλίο[ν]:\книга для чтения τό ἀναγνωσματάριο· адресная \книга ὁ κατάλογος διευθύνσεων телефонная \книга ὁ τηλεφωνικός κατάλογος· приходо-расходная \книга τό βιβλίο των ἐσόδων καί ἐξόδων, τό κατάστιχο· справочная \книга τό βιβλίο καταφυγής, ὁ ὁδηγός· \книга записи актов гражданского состояния τό ληξιαρχικό βιβλίο· метрическая \книга τό μη-τρῶον ◊ ему́ и \книгаи в ру́ки αὐτός θά κρίνει. -
11 будка
-и θ.μικρό παράπηγμα• φυλάκιο•жилая μικρούτσικο σπιτάκι•
железнодорожная будка το οριοφυλάκιο σιδηρ.γραμμής•
военная, постовая, караульная, сторожевая будка ή будка часового η σκοπιά του σκοπού, του φύλακα.
|| θαλαμίσκος, καμπίνα•телефонная будка ο τηλεφωνικός θαλαμίσκος•
суфлерская будка το υποβολείο•
собачья будка το κουμάσι.
-
12 книга
-и θ.1. βιβλίο•книга большого размера βιβλίο μεγάλου σχήματος•
переплести -у δένω βιβλίο•
раскрыть -у ανοίγω το βιβλίο•
для чтения αναγνωστικό, -σματάριο•
книга с картинами εικονογραφημένο βιβλίο•
учебная εγχειρίδιο•
бухгалтерские -и λογιστικά βιβλία•
кассовая книга βιβλίο ταμείου•
приходорасходная книга βιβλίο εσόδων και εξόδων•
церковные -и εκκλησιαστικά βιβλία•
жалобная книга βιβλίο παραπόνων•
сидеть за -ой κάθομαι να διαβάσω•
записная книга το σημειωματάριο•
книга записи актов гражданского состояния το ληξιαρχικό βιβλίο.
2. έργο, σύγγραμμα.3. κατάλογος•телефонная книга τηλεφωνικός κατάλογος.
4. οδηγός•справочная книга βιβλίο οδηγιών.
5. τόμος.εκφρ.книга за семью печатями – (γραπ. λόγος) ακατάληπτο, ακατανόητο•и -и в руки кому – με μόρφωση και πρακτική, ειδήμονας, γνώστης. -
13 станция
-и θ.1. παλ. οδικός σταθμός. || σταθμός, στάθμευση. || στάση, απόσταση μεταξύ δυο σταθμεύσεων.2. το κτίριο του _ σταθμού•телефонная станция τηλεφωνικός σταθμός•.ле-теорологическая станция μετεωρολογικός σταθμός.